- συνεκτελέσαι
- σύν-ἐκτελέωbring to an endaor inf actσυνεκτελέσαῑ , σύν-ἐκτελέωbring to an endaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκτελώ — έω, Α [ἐκτελῶ] 1. βοηθώ στη συμπλήρωση («συνεκτελέσαι τὰ πράγματα τοῑς Θηβαίοις», Αριστείδ.) 2. (για τον ήλιο) συντελώ στην ωρίμανση … Dictionary of Greek